χωμάτινες ιστορίες τα μάτια σου
άρρωστος κόσμος
συνεντεύξεις παντού
μπορεί να ήταν η ζωή μου αυτή
κι όμως δεν μου ταιριάζει ο καημός
πόρτες βαμμένες κόκκινες
σαν τον πλανήτη μας
σαν να τελειώνει αυτό που ξέραμε πως θα ‘ρθει
θεωρίες των αγίων της ζωής μας
κι όμως δεν μου ταιριάζει ο θρήνος
κοιτώ το αύριο
μα πλέκω με το παρελθόν τα χνάρια μου
τότε αλλιώς να έπραττα
τότε εκεί να ήμουν
κι όμως δεν μου ταιριάζει η ανάμνηση
τις νύχτες
ξεπηδάει από μέσα μου μια τίγρης
που δυναμώνει με το πέταγμα του ανέμου
που ενισχύει την ζωή μου με τα μάτια της
και γεμίζει θάρρος την καρδιά μου
κι όμως μου ταιριάζει η δύναμη
κι όμως μου πρέπει η προσπάθεια
ήσουν νέος πάλι, όπως όταν γνωριστήκαμε
ακμαίος με μια νιότη αλλιώτικη
που την εκτιμάς με την εμπειρία κάποιου που την έχει δει να ξεθωριάζει
κι είμασταν εμείς αλώβητοι
όμορφοι
ψεύτικοι
σαν κούκλοι
αλλά και τόσο αθώοι
πριν τα λάθη, τις απογοητεύσεις, την ζωή
πριν τις αποφάσεις και τις αλλοιώσεις
ήσουν εσύ εκεί στο όνειρό μου
ήταν αλήθεια που την ζούσα δική μου
είδα αχνά το μπράτσο, το ρούχο σου, σε είδα χωρίς αυτό, είδα ένα χαμόγελο
είδα ξανά τα χέρια σου, τα δάχτυλα
και ένα κινητό τηλέφωνο μέσα του που με αγαπούσε με τα μικρά παλιά κουμπάκια του
σε κράτησα μέσα μου ήρωα
εγώ και εσύ
αντιστρέψαμε το χρόνο
όταν με βλέπεις στον ύπνο σου, σε βλέπω άραγε και εγώ;
Χαρτί
Μολύβι
Στιλό
Θάλασσα
Ό,τι διαβάζω είμαι
Ψηλές βουνοκορφές στο μάτι
Θάλασσα στην ψυχή
Γράφω με μολύβι τα τωρινά
Με στιλό τα μελλούμενα
Το χέρι μου στη θάλασσα ανακουφίζεται
Το βλέμμα μου στη θάλασσα τραγουδά
Είμαι ο αποστάτης της ζωής σου
Είσαι το μυθικό φιλί μου
Και κάπως έτσι περνούν τα κύματα από πάνω μας
Και εμείς πιο μόνοι στον κήπο του βυθού.
εγώ ήθελα πάντα να φτιάξω ένα κτίριο
ένα μουσείο χαμένης αγάπης
να βάλω μέσα μια ζωγραφιά σου, ένα εφήμερο παιχνίδι που μου χάρισες
να δείξω ένα πολύτιμο σημείωμα
εκείνη την ζακέτα που μου άφησες
και την υπενθύμιση να αγοράσω καφέ και γάλα
να βάλω το ταπεινό ποτήρι σου
και το χαρτί από τα μπισκότα που φάγαμε ένα βράδυ
θα ήθελα να φτιάξω το μουσείο για όλες τις αγάπες που φύγαν
να δωρίζει ο καθένας την ψυχή του
είναι μακρά η νύχτα
είναι αυτό που λέμε μεγάλη μακριά σου
είναι κι αυτό το φωτάκι στην κουζίνα που βουίζει ήχο
είναι κι εκείνο εκεί το παπούτσι σου στο υπνοδωμάτιο δίπλα στις σακούλες
αρχηγός της σκόνης
η αγάπη στην σκόνη
έτσι είναι η δική μας
αυτή παλιά
πιο παλιά από το κάποια φορά που ήταν μικρή η νύχτα
τώρα μεγάλη
-η νύχτα κι εγώ-
μεγάλη όπως το γέλιο σου όταν με αποχαιρετούσε τις μέρες
κι το φορούσα μπρελόκ στην καρδιά μου
όποτε πονώ, κάνω ικεσία στη θάλασσα
τα κύματα και την φουρτούνα της
προσπαθώ να θυμηθώ, προσπαθώ να καταλάβω τι είναι το νερό της
από τι είναι φτιαγμένα τα ψάρια της, από τι είναι τα φυτά της
όποτε πονώ, κάνω ικεσία στη γη
τα βουνά και τις κοιλάδες της
μου κόβεται η καρδιά, μειώνεται η ψυχή μου στο μισό με τις χαράδρες της
όποτε πονώ, κάνω ικεσία στον αέρα
τα πουλιά και την κραυγή τους
προσπαθώ να καταλάβω τον φόβο τους και να χτίσω το σκοτάδι μου
όποτε πονώ, κάνω σταυρό να πέσει πάνω μου ευχή, να πέσει ευλογία
να αποκτήσει φωνή η σιωπή μου
θέλω οι γονείς να μην λυπούνται τα απογεύματα
θέλω να μου μιλάς για τους αποχαιρετισμούς της ζωής σου κι της ανυποχώρητης ντουλάπας σου τα έγγραφα ζωής
θέλω πολλά, έτσι όπως τα σημείωνα στα κοριτσίστικα τετράδια
κι μια γάτα να την ταΐζω στο σπίτι
τώρα ξεχωρίζω τις μέρες σε εύκολες κι πολύχρωμες
έχω αφήσει τα όνειρά μου στα καλοκαίρια
μαθαίνω ποια είμαι και ποτίζω τα φυτά να γίνουν λουλούδια
όσοι με γνώρισαν, δεν με ξέρουν πια
δίνω κατατακτήριες ζωής κι φροντίζω τον κόσμο να έχει υγεία κι αμύγδαλα στις τσέπες του
γίνομαι πιο μητρική και λιγότερο μόνη
αποκτώ το βλέμμα το βαθύ της θάλασσας
γράφω για τις γραμμές των τρένων και το πρόσωπο σου όταν κάνει διακυμάνσεις στο σώμα μου
γράφω για την ζωή που σχηματίζεται πίσω από ένα παράθυρο κλειστό και τις μορφές που παίρνει η φωνή σου όταν μου μιλάς
γράφω για τις ματιές που ανταλλάσσουν οι άγνωστοι άνθρωποι και αναρωτιέμαι πως δεν είμαστε όλοι ερωτευμένοι με εσένα
γράφω για να μπορεί το χέρι μου να αγγίζει το δικό σου
γράφω για να μεταμορφώνω την σιωπή σε κύμα, το κύμα σε άγκυρα, την άγκυρα σε ταξίδι
γράφω για να ακουμπάει σε γραμμές το πόδι σου, σε φαντάζομαι να χορεύεις σε πεντάγραμμο και να χαρίζεις την μουσική μας στους ανθρώπους
για αυτό γράφω, για λίγο φως
τα αισθήματα μπαίνουν στον κάδο ανακύκλωσης, τα χαράματα στην πόρτα σου
τα σεντόνια αλλάζουν χρώματα σαν τις τρυφερότητες
νέες πια οι εποχές
περιβάλλομαι από τραγούδια, μένουν οι λαχτάρες ξέπνοες
για να γράφουμε ποίηση
βάζω καρφί, βγάζω τόνους, στήνω τα πορτραίτα σου στον τοίχο με τους ουρανούς
μπαίνουν πάλι τα χρώματα στις σελίδες μου
όχι απόψε
απόψε η μπογιά σου μοιάζει ασπρόμαυρη
θα κυλήσω στο σπίτι σα παιδική μπάλα
θα τσαλακωθώ, μα θα πλάσω βασίλειο
με κούρασαν οι άνθρωποι
θα φτιάξω ένα δικό μου διαστημόπλοιο
θα κρεμάσω στους τοίχους ασημένια κάστρα κι αγάπες της αυγής
θα κλείσω μαζί μου χάδια μπουκάλια κι κονσέρβες φιλιά
θα πάρω παρέα και το σφύριγμά σου
μόνο τον αέρα θα βγάλω απο την καμπίνα
μην αναπνέω χωρίς εσένα