μεγάλωσα κι νόμιζα πως έβλεπα σημάδια παντού
έβλεπα εσένα με ό,τι είχες ζήσει κι ό,τι ευχόσουν
έβλεπες εμένα να στέκομαι με ζωγραφιές στα χέρια μου
μεγάλωσες κι είχες μάθει τα λεπτά και τα χρόνια σου να χτίζεις με θάλασσα, άντρας ναυτικός
είχες στις τσέπες σου φιλιά ιερά, είχα στις τσέπες μου κοχύλια
όποτε φιλούσες, ορκιζόσουν
όποια ηρεμία πάλευα, εσύ την είχες κατακτήσει
ίσως γιατί ήξερες
πως μεγάλωσα κι έμαθα να μου λείπεις
κι όταν σε είδα, σε γνώρισα
κι εγώ που πίστεψα στην αθωότητα κάποιων βλεφάρων
ποτέ μου δεν κατάλαβα
γιατί
γιατί δεν πρέπει να ‘σαι με το
πλευρό του ενόχου
σκαλίζω
που και που
καράβια
στο μπάνιο
στους υδρατμούς
στα κύματα
χαζεύοντας στους καθρέφτες
είδωλα φλεγόμενα
μπερδεύω τα μπουκαλάκια
σαμπουάν αίμα αφρόλουτρο αίμα
παίρνω λουτρό από μάτια που πονούν
κι αποτυπώσεις σου στο σώμα μου
αποτυπώματα καρμπόν
και κίτρινα σαν τα μαλλιά μου
το μέλλον μακρινό
πυρπολημένο παρελθόν
ρευστό
έλα
έλα να με λούσεις
στο ζητάω τώρα
χρόνια μετά
να με πλύνεις
με το σφουγγάρι
να βουτήξεις στην θάλασσά μου
δύτης
να με βοηθήσεις
να μην βουλιάξει το καράβι που έχω βάλει να πλέει στην μπανιέρα
να στραγγίξει στα σύννεφα
χωρίς αέρα ζεις
χωρίς τροφή ζεις
χωρίς δέντρα ζεις
χωρίς εσένα ζεις-ζω
χωρίς καραβι δεν έχεις όμως που να πας
κι εγώ πώς;
πώς θα ταξιδέψω μακριά;
στο ποτάμι
στην άκρη του δρόμου
που αγριεύει
πώς θα σε φέρω εδώ;
το καράβι πνίγεται στη θάλασσα
ξεμακραίνει στον πάτο
πάει αλλού
βγαίνει από τη γυάλα σου
και δεν ακούς
δεν ακούς έτσι την μεθυσμένη φωνή μου
έχεις την νόσο των γδυτών
κι εγώ δεν έχω το καράβι μου
και μου φαντάζει έρημος
το ιπτάμενο χαλί μου
το πολυφορεμένο χάλι μου
στο μπάνιο με τις σφουγγαρίστρες
βρεγμένες αλλόφρονες σκούπες
κι έτσι ξεκινάει ένα ποτάμι να ρέει
πέφτει το σαπούνι από τα χέρια
γλυστράει σαν τις ώρες
κι εγώ προσπαθώ να δώσω
φουσκάλες, προοπτική και φως
φως στο αμπάρι
που λείπει
απατηλή επανάσταση
σαν κάθε σπασμένο άλμπουρο
που σκαλίζω
που ξεγελάει
μην το ξεχνάς ποτέ σου αυτό
όπως κι εγώ δεν ξεχνώ
όπως θυμάμαι να παίρνω την αντιβίωση
στο ροζ μπουκάλι υγρό φακών
για να ξεδιαλύνω το βλέμμα της
το βλέμμα της
γυναίκας που την αγαπούν
για να μην τσούζει