εκεί που με κοιτάς και σταματώ να φλυαρώ για ανέμους και καϊκια και φίλους της γνώσης
εκεί που σιωπώ
εκεί
εκεί που ανασαίνω βαριά και σε ακουμπάω
δήθεν περίτεχνα
που φανερώνω ζωή επειδή σε περιβάλλω μέσα μου
έτσι και εκεί
εκεί που γεννιέμαι ξανά επειδή περπατάω και μπαίνω σε τρένα κι αυτοκίνητα κι ανεβαίνω σκάλες και κατεβαίνω δρόμους για να σε βρίσκω
πάντα σε βρίσκω
εκεί
κάπου εκεί σε κάποιο βήμα μου είσαι κι εσύ
και φεύγεις και έρχεσαι
πάντα έρχεσαι
εσύ σε εμέ για να μου πεις πόσο
πόσο πολύ με ποθείς
κι εγώ
κι εγώ να μετρήσω πόσο σε θέλω δεν ξέρω ‘κεινη την ώρα
χάνω τους χάρακές μου, τις μεζούρες, το μυαλό μου όλο
φτάνω να μην ξέρω να μιλώ
να σε κοιτώ
μόνο να σε κοιτώ μπορώ όταν δε σε φιλάω
νιώθω στο δόντι μου το κρύο γαίμα της αγάπης
κεί
κεί που δεν κλώθει τίποτις ανθρώπου νους
που δεν αντιστοιχεί καμιά ομορφιά εσώτερη στα αναγκαία της ζωής
τα μόνα που θέλω να πράξω είναι
αγκαλιές, ακουμπήματα, δαγκωματιές σκληρές
ορέγομαι να κάνω «φου», να σκαρφαλώσεις στον παιδικό χαρταετό σου κι αφού τραβήξεις κι εμέ μαζί
να πραματώσουμε πλοήγηση αέρινη πάνω απ’ τους αετούς και τα ποντίκια
να λες κι να αφηγείσαι καμαρωτός στους φίλους σου πως δε το ‘ξερες
δεν έβλεπες πως θα γινόσουνα πιλότος
κι γω τώρα εδώ κάθομαι για σένανε να γράφω όλο στίχους
τι να χες μαντέψει και πως να ξερες
ως κι το κρασί που πίνεις απόψε – μια δυο τρεις γλυκές γουλιές,
βάμμα θα μοιάζει
κρύβοντας μέσα το όνομά μου ολάκερο
ολάκερο φιλί στο χάρτη ζωγραφίζεται
σου λέω το στόμα μου
το δίνω χάρισμα
για σε
που σήμερα ήσουν ο όμορφος
ένα τι πιο θαρραλέος από την κάθε νύχτα και μέρα
έως κι από τη θάλαττα θάλαττα ήσουν πιο αλμυρά ωραίος
σήμερα
σήμερα το χαμόγελο της χρυσαυγής ανέτειλε ολόιδιο με του ήλιου
τα φώτα χρωμάτισαν τους ουρανούς
κι μοίρασαν στους έρμους τους διαβάτες δώρο
δώσαν μια φωνή κι ένα κερί στον παπουλάκο και τον κάθε εν’ μονάχο
σήμερα γίνηκε σου λέγω μιαν μικρή ανάσταση
κι αυτό ειναι μεγάλο